- ηλεκτραρνητικότητα
- Η τάση ενός ατόμου που βρίσκεται ενωμένο σε κάποιο μόριο να έλκει προς το μέρος του τα ηλεκτρόνια που λαμβάνουν μέρος στον δεσμό και να αποκτά αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο. Η τάση αυτή οφείλεται στην ελκτική δύναμη που εξασκείται από τους πυρήνες των ατόμων προς τα ηλεκτρόνια των εξωτερικών φλοιών. Η έλξη αυτή κάνει δυνατό τον σχηματισμό ομοιοπολικών και ιονικών δεσμών και αποτελεί επομένως ουσιαστικό παράγοντα στον σχηματισμό (ανόργανων) χημικών ενώσεων. Σε κάθε χημικό στοιχείο μπορεί να αποδοθεί ένας αριθμός που παριστάνει μία σχετική τιμή της ηλεκτραρνητικότητάς του. Οι τιμές της η. δεν μπορούν να μετρηθούν άμεσα, καθώς εξαρτώνται από τη φύση και το πλήθος των ενωμένων ατόμων με το υπό εξέταση άτομο. Το άτομο του αυτού στοιχείου έχει διαφορετική η. σε διαφορετικές ενώσεις. Τελικά, οι πηγές της η. απορρέουν από άλλα δεδομένα βάσει ορισμένων μεθόδων που έχουν προταθεί (π.χ. με βάση το πυρηνικό φορτίο ή με βάση την ενέργεια ιονισμού). Μερικοί πίνακες η. βασίζονται στην ηλεκτρονική συγγένεια και στις ενέργειες ιονισμού. Σε ένα τυπικό παράδειγμα πίνακα η., όπου οι τιμές απορρέουν από δεδομένα της ενέργειας χημικού δεσμού, οι η. αυξάνονται από τα αριστερά προς τα δεξιά σε μια περίοδο και –με ορισμένες εξαιρέσεις– από τα κάτω προς τα πάνω σε κάθε στήλη (ομάδα) του πίνακα. O πίνακας αυτός δείχνει ότι τα πιο ηλεκτραρνητικά στοιχεία είναι το φθόριο και το οξυγόνο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση της σταθερότητας ενός δεσμού ανάμεσα σε δύο άτομα, όπως επίσης και για την εκτίμηση του ιοντικού χαρακτήρα ενός ομοιοπολικού δεσμού. Στις περισσότερες περιπτώσεις μία διαφορά 1,7 ή περισσότερο στις η. δύο ατόμων σε έναν δεσμό oδηγεί στη δημιουργία ενός ιονικού δεσμού, ενώ μία διαφορά μικρότερη από 1,7 προκαλεί πολικό ομοιοπολικό δεσμό. Όταν η διαφορά είναι μηδέν, τότε o δεσμός είναι μη πολικός. Τα υδρίδια των μετάλλων στην ομάδα ΙΑ και των στοιχείων Ca, Sr και Βa στην ομάδα ΙΙΑ αποτελούν εξαιρέσεις σε αυτούς τους κανόνες γιατί έχουν ιονικό χαρακτήρα, παρά το γεγονός ότι η διαφορά η. είναι μικρότερη από 1,7.
* * *ηχημ. η τάση που χαρακτηρίζει τα άτομα τών χημικών στοιχείων να προσλαμβάνουν ηλεκτρόνια προκειμένου να σχηματίσουν χημικούς δεσμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electronegativity < electro- (πρβλ. ήλεκτρο-*) + negativity «αρνητικότητα».
Dictionary of Greek. 2013.